Πέμπτη 18 Μαρτίου 2021
Το παράδειγμα Αστικής Γεωργίας της Κούβας και τα Organoponicos!!!!
Η εξάρτηση από τη Σ. Ένωση, η απεξάρτηση και η αστυφιλία
Πριν από το 1989, η Κούβα ήταν ένα μοντέλο οικονομίας βασισμένο στις μονάδες κρατικής γεωργικής παραγωγής μεγάλης κλίμακας και εξαρτημένο από τεράστιες ποσότητες εισαγόμενου πετρελαίου, χημικών προϊόντων και μηχανημάτων για την παραγωγή εξαγόμενων αγροτικών προϊόντων. Στο πλαίσιο των συμφωνιών με την πρώην Σοβιετική Ένωση, η Κούβα ήταν μια χώρα βασισμένη στο πετρέλαιο καθώς το 98 τοις εκατό του συνόλου του πετρελαίου ερχόταν από το σοβιετικό μπλοκ. Το 1988, 12-13 εκ. τόνους του σοβιετικού πετρελαίου εισήχθησαν και από αυτό, οι Κουβανοί επανεξήγαγαν δύο εκατομμύρια τόνους. Το 1989, η Κούβα αναγκάστηκε να μειώσει την επανεξαγωγή στο μισό και το 1990, οι εξαγωγές πετρελαίου κόπηκαν εντελώς, καθώς είχε λάβει μόνο 10 από τα 13 εκατ. τόνους που υποσχέθηκε η Σοβιετική Ένωση. Στο τέλος του 1991, μόνο 6 από τα 13 εκ. τόνους ελήφθησαν, και η έλλειψη του πετρελαίου άρχισε να γίνεται εμφανής και να επηρεάζει σοβαρά την οικονομία της χώρας.
Ενώ το πετρέλαιο ήταν κρίσιμη παράμετρος για την οικονομία της, άλλες απώλειες ήταν επίσης σημαντικές, καθώς το 85% του εμπορίου της Κούβας ήταν με τους Σοβιετικούς. Η Κούβα εξήγαγε 66% του συνόλου παραγωγής ζάχαρης και το 98% των εσπεριδοειδών της, στο σοβιετικό μπλοκ, και εισήγαγε εκείνη τη περίοδο από τις χώρες αυτές, το 66% των τροφίμων της, το 86% όλων των πρώτων υλών, και το 80% των μηχανημάτων και ανταλλακτικών. Κατά συνέπεια, με τη πτώση του σοβιετικού μπλοκ, η υποστήριξη αποσύρθηκε, τα εργοστάσια έκλεισαν, η έλλειψη τροφίμων ήταν ευρέως διαδεδομένη και η ήδη ανεπαρκής και πεπαλαιωμένη γεωργική τεχνολογία άρχισε να διαβρώνεται. Η κατάρρευση του σοβιετικού μπλοκ και οι αυστηρότεροι όροι του εμπορικού εμπάργκο των ΗΠΑ , κατέδειξαν το πόσο ευάλωτο ήταν το μοντέλο της Γεωργικής Επανάστασης της Κούβας, η οποία βυθίστηκε στη χειρότερη επισιτιστική κρίση στην ιστορία της .
Στις αρχές του 1990, ένα είδος «οικονομίας επιβίωσης» τέθηκε σε εφαρμογή. Μέσω συμφωνιών ανταλλαγής, 100.000 τόνοι σίτου απέτυχαν να φτάσουν στη Χώρα και η κυβέρνηση αναγκάστηκε να κάνει χρήση των αποθεμάτων σκληρού νομίσματος για να εισάγουν σιτάρι από τον Καναδά. Η τιμή των τροφίμων αυξήθηκε και το ψωμί δινόταν με δελτίο. Συνολικά, η κατανάλωση τροφίμων μειώθηκε κατά 20% σε θερμίδες και 27% σε πρωτεΐνες μεταξύ 1989 και 1992.
Οι παραπάνω συγκυρίες ήρθαν να προστεθούν στο σοβαρό πρόβλημα αστυφιλίας, που άρχισε να γιγαντώνεται στη Κούβα. Οι προσπάθειες για να αντιστραφεί η τάση της αστυφιλίας τις τελευταίες δεκαετίες απέτυχαν να ανακόψουν την αυξανόμενη παλίρροια των αγροτικών μεταναστών στις πόλεις, ιδιαίτερα προς την Αβάνα. Το 1994, 16.541 Κουβανοί μετανάστευσαν στην Αβάνα από όλη την Κούβα, περισσότεροι από κάθε άλλο χρόνο από το 1963. Μέχρι το 1996, ο αριθμός είχε φτάσει στους 28.193, σε προ-επαναστατικό επίπεδο. Οι ελλείψεις τροφίμων, φαρμάκων και πετρελαίου ήταν οι αιτίες που οδηγούσαν τους ανθρώπους στην πρωτεύουσα. Οι πολιτικές για να σταματήσει η εισροή τέθηκαν σε εφαρμογή το 1997, αλλά όχι πριν η πυκνότητα του πληθυσμού στην πρωτεύουσα, φθάσει σε 3.000 κατοίκους ανά τετραγωνικό χιλιόμετρο.
Ετσι η Κούβα ήρθε αντιμέτωπη με μια διπλή πρόκληση. Τον διπλασιασμό της παραγωγής τροφίμων με το μισό των προηγούμενων εσόδων, με περίπου 74% του πληθυσμού να ζει σε πόλεις. Ωστόσο, μέχρι το 1997, οι Κουβανοί έτρωγαν σχεδόν εξίσου καλά όπως έκαναν πριν από το 1989, με κάποια εισαγόμενα τρόφιμα και αγροχημικά προϊόντα. Αντ ‘αυτού, η Κούβα επικεντρώθηκε στην δημιουργία μιας πιο αυτοδύναμης γεωργίας. Ένα συνδυασμό υψηλότερων τιμών των καλλιεργειών που καταβάλλονταν στους γεωργούς, οικολογικές μορφές αγροτικής τεχνολογίας, μικρότερες μονάδες παραγωγής, και το σημαντικότερο απ’ όλα, την αστική γεωργία. Η αστικοποίηση είναι μια αυξανόμενη τάση σε όλο τον κόσμο όχι μόνο στην Κούβα. Περισσότεροι άνθρωποι σήμερα, ζουν σε πόλεις από ό, τι στην ύπαιθρο. Μέχρι το 2015, περίπου 26 πόλεις στον κόσμο, αναμένεται να έχουν πληθυσμό 10 εκατ. ή περισσότερο. Για να τραφούν πόλεις αυτού του μεγέθους, απαιτούνται τουλάχιστον 6.000 τόνοι τροφίμων την ημέρα.
Η κουβανική απάντηση
Ο τρόπος με τον οποίο η Κούβα ανταποκρίθηκε σε όλα αυτά τα ζητήματα, ήταν και παραμένει , μια έμπνευση για τον υπόλοιπο κόσμο (στα δύσκολα ανθούν οι ιδέες…!!!). Ξεκίνησε με μια πανεθνική έκκληση για αύξηση της παραγωγής τροφίμων με αναδιάρθρωση της γεωργίας. Προέβλεπε τη μετατροπή από συμβατική παραγωγή μεγάλης κλίμακας και συστήματα μονοκαλλιέργειας σε μικρότερης κλίμακας φάρμες, οργανικά και ημι-οργανικά συστήματα βιολογικής γεωργίας. Στο επίκεντρο της αναδιάρθρωσης, ήταν η χρήση χαμηλού κόστους και περιβαλλοντικά ασφαλών πρακτικών και μετεγκατάσταση της παραγωγής κοντά στην κατανάλωση, προκειμένου να μειώσουν το κόστος μεταφοράς, και την αστική γεωργία να είναι ένα βασικό εργαλείο αυτής της προσπάθειας.Ένα πραγματικά αυθόρμητο, αποκεντρωμένο κίνημα είχε προκύψει στις πόλεις. Οι άνθρωποι ανταποκρίθηκαν με ενθουσιασμό στην πρωτοβουλία της κυβέρνησης. Μέχρι το 1994, πάνω από 8.000 αστικά αγροκτήματα δημιουργήθηκαν στην Αβάνα και μόνο. Κήποι, χλοοτάπητες και προκήπια δημόσιων κτιρίων σκάφτηκαν για να φυτευθούν λαχανικά. Γραφεία, δημόσιες υπηρεσίες, σχολεία καλλιεργούν τη δική τους τροφή. Πολλοί από τους «αστικούς κηπουρούς» ήταν συνταξιούχοι άνδρες και γυναίκες ηλικίας 50 και 60 ετών. Έως το 1998, εκτιμάται ότι περίπου 541.000 τόνοι τροφίμων παράγονταν στην Αβάνα για τοπική κατανάλωση. Η ποιότητα των τροφίμων είχε επίσης βελτιωθεί σημαντικά, καθώς οι άνθρωποι είχαν ευκολότερη πρόσβαση σε μεγαλύτερη ποικιλία από φρέσκα φρούτα και λαχανικά. Τα αστικά αγροκτήματα συνέχισαν να αυξάνονται και κάποιες γειτονιές της Αβάνας, έφτασαν να παράγουν μέχρι και το 30% της τροφής τους.
Η ανάπτυξη της αστικής γεωργίας οφειλόταν σε πολύ μεγάλο βαθμό στη πολιτική δέσμευση του κράτους να διαθέσει αχρησιμοποίητα κομμάτια αστικής, προαστιακής και περιαστικής γης, καθώς και πόρους και τεχνογνωσία προς τους επίδοξους αστικούς αγρότες. Μαζί με μια πολιτική επιδότησης της καλλιεργήσιμης γης στη πόλη, εκατοντάδες αστικά κενά και άδεια οικόπεδα μετατράπηκαν σε μικρής κλίμακας αστικά αγροκτήματα, αφιερωμένα στη παραγωγή τροφίμων. Συνοδευτικά, νέα πολεοδομικά σχέδια έδιναν απόλυτη προτεραιότητα στη χρήση της γης για την παραγωγή τροφίμων.
Ένα άλλο κλειδί για την επιτυχία της αστικής γεωργίας, ήταν το άνοιγμα αγορών αγροτών(farmer’s markets) και η νομιμοποίηση της άμεσης πώλησης από τους παραγωγούς στους καταναλωτές εκτοπίζοντας τους όποιους μεσάζοντες. Η απελευθέρωση των τιμών σε συνδυασμό με την υψηλή ζήτηση για νωπά προϊόντα στις πόλεις, επέτρεπαν στους «αστικούς & περιαστικούς αγρότες» να κερδίζουν από τα προϊόντα τους, δύο έως και τρεις φορές παραπάνω από τους επαγγελματίες αγρότες.
Η κυβέρνηση ενθάρρυνε ακόμη πιο πολύ τους αστικούς αγρότες, με ένα εκτεταμένο δίκτυο υποστήριξης (γεωπόνους εφαρμογών) που προσέφεραν βοήθεια και τεχνογνωσία. Δημιουργήθηκαν ομάδες και «Σπίτια σπόρων» σε όλη την πόλη, όπου πωλούνταν σπόροι, εργαλεία κηπουρικής, λίπασμα και υπήρχε διανομή βιολογικών λιπασμάτων και εργαλεία βιολογικού ελέγχου με χαμηλό κόστος. Νέα βιολογικά προϊόντα και τεχνικές βιολογικής γεωργίας αναπτύχθηκαν και παράχθηκαν από τον γεωργικό ερευνητικό τομέα της Κούβας, η οποία είχε ήδη ξεκινήσει τη διερεύνηση βιολογικών εναλλακτικών λύσεων προς αντικατάσταση των χημικών πρακτικών, επιτρέποντας στα αστικά αγροκτήματα της Κούβας να γίνουν εντελώς οργανικά. Στην πραγματικότητα, ένας νέος νόμος απαγόρευε τη χρήση οποιονδήποτε φυτοφαρμάκων για γεωργικούς σκοπούς, σε οποιοδήποτε σημείο εντός των ορίων της πόλης.
Αγροτική Αγρο-οικολογία και Αναδιάρθρωση της γης
Αγρο-οικολογικές μέθοδοι εισήχθησαν σε αγροτικές κοινότητες της Κούβας κυρίως λόγω της ανάγκης αντιμετώπισης γεωργικών προβλημάτων, χωρίς χημικά λιπάσματα και φυτοφάρμακα. Υπήρξε όμως και ευρεία υποστήριξη με σημαντικούς κυβερνητικούς πόρους, χρηματοδοτούμενη έρευνα από το κράτος και θεμελιώδεις αλλαγές σε θέματα αγροτικής πολιτικής. Η οικολογική καλλιέργεια στην ύπαιθρο και η βιολογική αστική γεωργία , ήταν το κλειδί για τη σταθεροποίηση τόσο των αστικών , όσο και των αγροτικών πληθυσμών.
Οι αγρο-οικολογικές μέθοδοι που εισήχθησαν, αποτελούνταν από τοπικά παραγόμενα βιολογικά φυτοφάρμακα και βιολογικά λιπάσματα προς αντικατάσταση των χημικών, από πολύπλοκα αγροσυστήματα , σχεδιασμένα ώστε να επωφελούνται από οικολογικές αλληλεπιδράσεις και συνέργιες μεταξύ βιοτικών και αβιοτικών παραγόντων που ενισχύουν τη γονιμότητα του εδάφους, βιολογική καταπολέμηση των παρασίτων, και την επίτευξη υψηλότερης παραγωγικότητας μέσω εσωτερικών διαδικασιών. Άλλες πρακτικές περιλαμβάνουν αύξηση της ανακύκλωσης των θρεπτικών ουσιών και της βιομάζας στο πλαίσιο του συστήματος, προσθήκη οργανικής ύλης για τη βελτίωση της ποιότητας του εδάφους και την ενεργοποίηση της βιολογίας του εδάφους και των υδάτων, τη διαφοροποίηση των αγροσυστηματων στο χρόνο και στο χώρο, την ένταξη των καλλιεργειών και της κτηνοτροφίας, και την ενοποίηση των στοιχείων του αστικού αγροκτήματος για την αύξηση της βιολογικής αποτελεσματικότητας και τη διατήρηση της παραγωγικής ικανότητας.
Το 1993, η κυβέρνηση της Κούβας παρουσίασε μια σημαντική αναδιοργάνωση της γεωργίας, την αναδιάρθρωση των κρατικών αγροκτημάτων ως ιδιωτικούς συνεταιρισμούς. Το νέο αυτό είδος αστικών και μη, αγροκτημάτων, (που απαρτίζουν σήμερα το μεγαλύτερο τομέα στη γεωργία της Κούβας) ονομάστηκαν Βασικές Μονάδες Συνεταιριστικής Παραγωγής (BΜΣΠ), βασιζόμενα σε μια αυξανόμενη αντίληψη ότι τα μικρότερα αγροκτήματα θα είναι πιο διαχειρίσιμα και πιο εύκολα στη χρησιμοποίηση πρακτικών αειφορικής γεωργίας. Το κράτος διατηρεί την ιδιοκτησία της γης, παραχωρώντας τη σε μακροπρόθεσμη βάση, αλλά χωρίς ενοίκιο. Ο συνεταιρισμός, όχι το κράτος, κατέχει την παραγωγή και τα κέρδη των μελών υπολογίζονται με βάση το μερίδιό τους από τα έσοδα του συνεταιρισμού. Οι ΒΜΣΠ διαθέτουν επίσης κτίρια και αγροτικό εξοπλισμό, που αγοράζονται από την κυβέρνηση σε τιμές έκπτωσης με μακροπρόθεσμα δάνεια με χαμηλό επιτόκιο (4%).
Πέραν των Βασικών Μονάδων Συνεταιριστικής Παραγωγής, η διάλυση των μεγάλων κρατικών γεωργικών αγροκτημάτων, απελευθέρωσε μεγάλα οικόπεδα για άλλη χρήση, και η γη δόθηκε προς εκμετάλλευση σε ιδιώτες μικρο-αγρότες και τους γεωργικούς συνεταιρισμούς. Οι αστικοί αγρότες δημιούργησαν ενα αστικό – γεωργικό θαύμα, στον τρόπο παραγωγής τροφίμων που σάρωσε την Κούβα στις αρχές του 1990 και συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Από το Santiago de Cuba στα ανατολικά μέχρι το Pinar del Rio στα δυτικά, χιλιάδες αστικοί κήποι και αγροκτήματα ανθίζουν. Περίπου 300.000 Κουβανοί (οι οποίοι προέρχονται από όλα τα κοινωνικά στρώματα: καλλιτέχνες, γιατροί, δάσκαλοι), βρίσκουν απασχόληση στη καλλιέργεια των δικών τους φρούτων και λαχανικών και στη πώληση του πλεονάσματός τους, στους γείτονές τους. Το «υβρίδιο» δημόσιου-ιδιωτικού τομέα φαίνεται να λειτουργεί καλά. Σε αντάλλαγμα για την παροχή της γης, η κυβέρνηση λαμβάνει ένα τμήμα του προϊόντος, συνήθως περίπου το ένα πέμπτο της συγκομιδής, για χρήση σε κρατικά κέντρα ημερήσιας φροντίδας, τα σχολεία και τα νοσοκομεία. Το υπόλοιπο πωλείται επιτόπου, μέσα στο αγρόκτημα. Πόσο απλό!
Παρά το γεγονός ότι η αστική γεωργία είναι εντελώς οργανική, η χώρα στο σύνολό της δεν είναι. Αλλά το ποσό των χημικών εισροών έχει μειωθεί δραστικά. Πριν από την κρίση το 1989, η Κούβα χρησιμοποιούσε στη γεωργία της, περισσότερο από 1 εκατ. τόνους συνθετικών λιπασμάτων ετησίως. Σήμερα, χρησιμοποιεί περίπου 90.000 τόνους. Κατά τη σοβιετική περίοδο, η Κούβα χρησιμοποιούσε περίπου 35.000 τόνους ζιζανιοκτόνων και παρασιτοκτόνων το χρόνο, ενώ σήμερα, κυμαίνεται στους 1.000 τόνους περίπου.
Όπως πολλές μικρές φτωχές χώρες, η Κούβα εξακολουθεί να εξαρτάται από την εξαγωγική γεωργία. Είναι μια σημαντική εξαγωγέας καπνού, ζάχαρης, καφέ και εσπεριδοειδών εξάγοντας σημαντικό ποσοστό των τριών τελευταίων, ως πιστοποιημένα βιολογικά προϊόντα. Οι ξένες επενδύσεις σε αυτές τις επιχειρήσεις βρίσκεται σε άνοδο, αλλά όταν πρόκειται για την αειφόρο γεωργία, η πιο εντυπωσιακή καινοτομία της Κούβας είναι το δίκτυο των αστικών αγροκτημάτων και των αστικών κήπων.
Τα Organoponicos
Σύμφωνα με το Υπουργείο Γεωργίας της Κούβας, περίπου 150.000 στρέμματα γης καλλιεργούνται σε αστικές και προαστιακές περιοχές, σε χιλιάδες κοινοτικά αγροκτήματα, που κυμαίνονται από μέτριες αυλές σπιτιών και μικρά αστικά κενά ανάμεσα στα σπίτια, έως εγκαταστάσεις παραγωγής που γεμίζουν ολόκληρα οικοδομικά τετράγωνα. ΤαOrganoponicos, όπως αποκαλούνται πια, αποτελούν δείγμα του πώς η τοπική κοινωνία με τη βοήθεια του κράτους μπορεί να οδηγήσει σε σαρωτικές αλλαγές, και πώς οι γείτονες μπορούν να συνεργήσουν και να παράγουν τη τροφή τους. Όταν ξέσπασε η κρίση των τροφίμων, τα organoponicos ήταν μια ad hoc αντίδραση από τις τοπικές κοινότητες, ώστε να αυξηθεί η ποσότητα (και η ποιότητα) της διαθέσιμης τροφής. Καθώς η δύναμη του αστικού αγροτικού κινήματος έγινε προφανής, η κουβανική κυβέρνηση παρενέβη και παρείχε ζωτικής σημασίας υποστήριξη, σε επίπεδο υποδομών, τεχνογνωσίας και δεξιοτήτων. Τα περισσότερα organoponicos είναι εγκατεστημένα σε εκτάσεις ακατάλληλες για καλλιέργεια, καθότι αστικές. Δημιουργούνται όμως με τη λογική των υπερυψωμένων παρτεριών (raised beds). Η φύτευση και το ξεβοτάνισμα γίνονται με το χέρι, όπως και η συγκομιδή. Η γονιμότητα του εδάφους διατηρείται με μεθόδους κομποστοποίησης και κοπριά από κοντινές αγροτικές και κτηνοτροφικές εκμεταλλεύσεις.
Η Αστική Γεωργία σε εθνικό επίπεδο μειώνει την εξάρτηση των αστικών πληθυσμών από την αγροτική παραγωγή. Εκτός από το σύστημα των organoponicos, υπάρχουν πάνω από 104.000 μικρά αγροτεμάχια, βεράντες και κήπους, πολύ μικρά αγροτεμάχια που καλύπτουν μια έκταση πάνω από 3.600 εκτάρια. Κάθε σπιθαμή εδάφους είναι υποψήφιο προς αγροτική εκμετάλλευση. Κάθε σπιθαμή εδάφους είναι εν δυνάμει, ένα ζωντανό κύτταρο στον κουβανικό τρόπο αστικής γεωργίας, η οποία αποτελεί ένα πεδίο μάθησης για όλους μας. Είναι απόδειξη, ότι η αστική γεωργία, χωρίς ορυκτά καύσιμα δεν είναι μόνο δυνατή αλλά και πολύ παραγωγική και προάγει την υγεία (σωματική, ψυχική αλλά και κοινωνική) με περισσότερους από έναν τρόπους.
Το παράδειγμα Αστικής Γεωργίας της Κούβας και τα Organoponicos
Η εξάρτηση από τη Σ. Ένωση, η απεξάρτηση και η αστυφιλία
Πριν από το 1989, η Κούβα ήταν ένα μοντέλο οικονομίας βασισμένο στις μονάδες κρατικής γεωργικής παραγωγής μεγάλης κλίμακας και εξαρτημένο από τεράστιες ποσότητες εισαγόμενου πετρελαίου, χημικών προϊόντων και μηχανημάτων για την παραγωγή εξαγόμενων αγροτικών προϊόντων. Στο πλαίσιο των συμφωνιών με την πρώην Σοβιετική Ένωση, η Κούβα ήταν μια χώρα βασισμένη στο πετρέλαιο καθώς το 98 τοις εκατό του συνόλου του πετρελαίου ερχόταν από το σοβιετικό μπλοκ. Το 1988, 12-13 εκ. τόνους του σοβιετικού πετρελαίου εισήχθησαν και από αυτό, οι Κουβανοί επανεξήγαγαν δύο εκατομμύρια τόνους. Το 1989, η Κούβα αναγκάστηκε να μειώσει την επανεξαγωγή στο μισό και το 1990, οι εξαγωγές πετρελαίου κόπηκαν εντελώς, καθώς είχε λάβει μόνο 10 από τα 13 εκατ. τόνους που υποσχέθηκε η Σοβιετική Ένωση. Στο τέλος του 1991, μόνο 6 από τα 13 εκ. τόνους ελήφθησαν, και η έλλειψη του πετρελαίου άρχισε να γίνεται εμφανής και να επηρεάζει σοβαρά την οικονομία της χώρας.
Ενώ το πετρέλαιο ήταν κρίσιμη παράμετρος για την οικονομία της, άλλες απώλειες ήταν επίσης σημαντικές, καθώς το 85% του εμπορίου της Κούβας ήταν με τους Σοβιετικούς. Η Κούβα εξήγαγε 66% του συνόλου παραγωγής ζάχαρης και το 98% των εσπεριδοειδών της, στο σοβιετικό μπλοκ, και εισήγαγε εκείνη τη περίοδο από τις χώρες αυτές, το 66% των τροφίμων της, το 86% όλων των πρώτων υλών, και το 80% των μηχανημάτων και ανταλλακτικών. Κατά συνέπεια, με τη πτώση του σοβιετικού μπλοκ, η υποστήριξη αποσύρθηκε, τα εργοστάσια έκλεισαν, η έλλειψη τροφίμων ήταν ευρέως διαδεδομένη και η ήδη ανεπαρκής και πεπαλαιωμένη γεωργική τεχνολογία άρχισε να διαβρώνεται. Η κατάρρευση του σοβιετικού μπλοκ και οι αυστηρότεροι όροι του εμπορικού εμπάργκο των ΗΠΑ , κατέδειξαν το πόσο ευάλωτο ήταν το μοντέλο της Γεωργικής Επανάστασης της Κούβας, η οποία βυθίστηκε στη χειρότερη επισιτιστική κρίση στην ιστορία της .
Στις αρχές του 1990, ένα είδος «οικονομίας επιβίωσης» τέθηκε σε εφαρμογή. Μέσω συμφωνιών ανταλλαγής, 100.000 τόνοι σίτου απέτυχαν να φτάσουν στη Χώρα και η κυβέρνηση αναγκάστηκε να κάνει χρήση των αποθεμάτων σκληρού νομίσματος για να εισάγουν σιτάρι από τον Καναδά. Η τιμή των τροφίμων αυξήθηκε και το ψωμί δινόταν με δελτίο. Συνολικά, η κατανάλωση τροφίμων μειώθηκε κατά 20% σε θερμίδες και 27% σε πρωτεΐνες μεταξύ 1989 και 1992.
Οι παραπάνω συγκυρίες ήρθαν να προστεθούν στο σοβαρό πρόβλημα αστυφιλίας, που άρχισε να γιγαντώνεται στη Κούβα. Οι προσπάθειες για να αντιστραφεί η τάση της αστυφιλίας τις τελευταίες δεκαετίες απέτυχαν να ανακόψουν την αυξανόμενη παλίρροια των αγροτικών μεταναστών στις πόλεις, ιδιαίτερα προς την Αβάνα. Το 1994, 16.541 Κουβανοί μετανάστευσαν στην Αβάνα από όλη την Κούβα, περισσότεροι από κάθε άλλο χρόνο από το 1963. Μέχρι το 1996, ο αριθμός είχε φτάσει στους 28.193, σε προ-επαναστατικό επίπεδο. Οι ελλείψεις τροφίμων, φαρμάκων και πετρελαίου ήταν οι αιτίες που οδηγούσαν τους ανθρώπους στην πρωτεύουσα. Οι πολιτικές για να σταματήσει η εισροή τέθηκαν σε εφαρμογή το 1997, αλλά όχι πριν η πυκνότητα του πληθυσμού στην πρωτεύουσα, φθάσει σε 3.000 κατοίκους ανά τετραγωνικό χιλιόμετρο.
Ετσι η Κούβα ήρθε αντιμέτωπη με μια διπλή πρόκληση. Τον διπλασιασμό της παραγωγής τροφίμων με το μισό των προηγούμενων εσόδων, με περίπου 74% του πληθυσμού να ζει σε πόλεις. Ωστόσο, μέχρι το 1997, οι Κουβανοί έτρωγαν σχεδόν εξίσου καλά όπως έκαναν πριν από το 1989, με κάποια εισαγόμενα τρόφιμα και αγροχημικά προϊόντα. Αντ ‘αυτού, η Κούβα επικεντρώθηκε στην δημιουργία μιας πιο αυτοδύναμης γεωργίας. Ένα συνδυασμό υψηλότερων τιμών των καλλιεργειών που καταβάλλονταν στους γεωργούς, οικολογικές μορφές αγροτικής τεχνολογίας, μικρότερες μονάδες παραγωγής, και το σημαντικότερο απ’ όλα, την αστική γεωργία. Η αστικοποίηση είναι μια αυξανόμενη τάση σε όλο τον κόσμο όχι μόνο στην Κούβα. Περισσότεροι άνθρωποι σήμερα, ζουν σε πόλεις από ό, τι στην ύπαιθρο. Μέχρι το 2015, περίπου 26 πόλεις στον κόσμο, αναμένεται να έχουν πληθυσμό 10 εκατ. ή περισσότερο. Για να τραφούν πόλεις αυτού του μεγέθους, απαιτούνται τουλάχιστον 6.000 τόνοι τροφίμων την ημέρα.
Η κουβανική απάντηση
Ο τρόπος με τον οποίο η Κούβα ανταποκρίθηκε σε όλα αυτά τα ζητήματα, ήταν και παραμένει , μια έμπνευση για τον υπόλοιπο κόσμο (στα δύσκολα ανθούν οι ιδέες…!!!). Ξεκίνησε με μια πανεθνική έκκληση για αύξηση της παραγωγής τροφίμων με αναδιάρθρωση της γεωργίας. Προέβλεπε τη μετατροπή από συμβατική παραγωγή μεγάλης κλίμακας και συστήματα μονοκαλλιέργειας σε μικρότερης κλίμακας φάρμες, οργανικά και ημι-οργανικά συστήματα βιολογικής γεωργίας. Στο επίκεντρο της αναδιάρθρωσης, ήταν η χρήση χαμηλού κόστους και περιβαλλοντικά ασφαλών πρακτικών και μετεγκατάσταση της παραγωγής κοντά στην κατανάλωση, προκειμένου να μειώσουν το κόστος μεταφοράς, και την αστική γεωργία να είναι ένα βασικό εργαλείο αυτής της προσπάθειας.
Ένα πραγματικά αυθόρμητο, αποκεντρωμένο κίνημα είχε προκύψει στις πόλεις. Οι άνθρωποι ανταποκρίθηκαν με ενθουσιασμό στην πρωτοβουλία της κυβέρνησης. Μέχρι το 1994, πάνω από 8.000 αστικά αγροκτήματα δημιουργήθηκαν στην Αβάνα και μόνο. Κήποι, χλοοτάπητες και προκήπια δημόσιων κτιρίων σκάφτηκαν για να φυτευθούν λαχανικά. Γραφεία, δημόσιες υπηρεσίες, σχολεία καλλιεργούν τη δική τους τροφή. Πολλοί από τους «αστικούς κηπουρούς» ήταν συνταξιούχοι άνδρες και γυναίκες ηλικίας 50 και 60 ετών. Έως το 1998, εκτιμάται ότι περίπου 541.000 τόνοι τροφίμων παράγονταν στην Αβάνα για τοπική κατανάλωση. Η ποιότητα των τροφίμων είχε επίσης βελτιωθεί σημαντικά, καθώς οι άνθρωποι είχαν ευκολότερη πρόσβαση σε μεγαλύτερη ποικιλία από φρέσκα φρούτα και λαχανικά. Τα αστικά αγροκτήματα συνέχισαν να αυξάνονται και κάποιες γειτονιές της Αβάνας, έφτασαν να παράγουν μέχρι και το 30% της τροφής τους.
Η ανάπτυξη της αστικής γεωργίας οφειλόταν σε πολύ μεγάλο βαθμό στη πολιτική δέσμευση του κράτους να διαθέσει αχρησιμοποίητα κομμάτια αστικής, προαστιακής και περιαστικής γης, καθώς και πόρους και τεχνογνωσία προς τους επίδοξους αστικούς αγρότες. Μαζί με μια πολιτική επιδότησης της καλλιεργήσιμης γης στη πόλη, εκατοντάδες αστικά κενά και άδεια οικόπεδα μετατράπηκαν σε μικρής κλίμακας αστικά αγροκτήματα, αφιερωμένα στη παραγωγή τροφίμων. Συνοδευτικά, νέα πολεοδομικά σχέδια έδιναν απόλυτη προτεραιότητα στη χρήση της γης για την παραγωγή τροφίμων
Ένα άλλο κλειδί για την επιτυχία της αστικής γεωργίας, ήταν το άνοιγμα αγορών αγροτών(farmer’s markets) και η νομιμοποίηση της άμεσης πώλησης από τους παραγωγούς στους καταναλωτές εκτοπίζοντας τους όποιους μεσάζοντες. Η απελευθέρωση των τιμών σε συνδυασμό με την υψηλή ζήτηση για νωπά προϊόντα στις πόλεις, επέτρεπαν στους «αστικούς & περιαστικούς αγρότες» να κερδίζουν από τα προϊόντα τους, δύο έως και τρεις φορές παραπάνω από τους επαγγελματίες αγρότες.
Η κυβέρνηση ενθάρρυνε ακόμη πιο πολύ τους αστικούς αγρότες, με ένα εκτεταμένο δίκτυο υποστήριξης (γεωπόνους εφαρμογών) που προσέφεραν βοήθεια και τεχνογνωσία. Δημιουργήθηκαν ομάδες και «Σπίτια σπόρων» σε όλη την πόλη, όπου πωλούνταν σπόροι, εργαλεία κηπουρικής, λίπασμα και υπήρχε διανομή βιολογικών λιπασμάτων και εργαλεία βιολογικού ελέγχου με χαμηλό κόστος. Νέα βιολογικά προϊόντα και τεχνικές βιολογικής γεωργίας αναπτύχθηκαν και παράχθηκαν από τον γεωργικό ερευνητικό τομέα της Κούβας, η οποία είχε ήδη ξεκινήσει τη διερεύνηση βιολογικών εναλλακτικών λύσεων προς αντικατάσταση των χημικών πρακτικών, επιτρέποντας στα αστικά αγροκτήματα της Κούβας να γίνουν εντελώς οργανικά. Στην πραγματικότητα, ένας νέος νόμος απαγόρευε τη χρήση οποιονδήποτε φυτοφαρμάκων για γεωργικούς σκοπούς, σε οποιοδήποτε σημείο εντός των ορίων της πόλης.
Αγροτική Αγρο-οικολογία και Αναδιάρθρωση της γης
Αγρο-οικολογικές μέθοδοι εισήχθησαν σε αγροτικές κοινότητες της Κούβας κυρίως λόγω της ανάγκης αντιμετώπισης γεωργικών προβλημάτων, χωρίς χημικά λιπάσματα και φυτοφάρμακα. Υπήρξε όμως και ευρεία υποστήριξη με σημαντικούς κυβερνητικούς πόρους, χρηματοδοτούμενη έρευνα από το κράτος και θεμελιώδεις αλλαγές σε θέματα αγροτικής πολιτικής. Η οικολογική καλλιέργεια στην ύπαιθρο και η βιολογική αστική γεωργία , ήταν το κλειδί για τη σταθεροποίηση τόσο των αστικών , όσο και των αγροτικών πληθυσμών.
Οι αγρο-οικολογικές μέθοδοι που εισήχθησαν, αποτελούνταν από τοπικά παραγόμενα βιολογικά φυτοφάρμακα και βιολογικά λιπάσματα προς αντικατάσταση των χημικών, από πολύπλοκα αγροσυστήματα , σχεδιασμένα ώστε να επωφελούνται από οικολογικές αλληλεπιδράσεις και συνέργιες μεταξύ βιοτικών και αβιοτικών παραγόντων που ενισχύουν τη γονιμότητα του εδάφους, βιολογική καταπολέμηση των παρασίτων, και την επίτευξη υψηλότερης παραγωγικότητας μέσω εσωτερικών διαδικασιών. Άλλες πρακτικές περιλαμβάνουν αύξηση της ανακύκλωσης των θρεπτικών ουσιών και της βιομάζας στο πλαίσιο του συστήματος, προσθήκη οργανικής ύλης για τη βελτίωση της ποιότητας του εδάφους και την ενεργοποίηση της βιολογίας του εδάφους και των υδάτων, τη διαφοροποίηση των αγροσυστηματων στο χρόνο και στο χώρο, την ένταξη των καλλιεργειών και της κτηνοτροφίας, και την ενοποίηση των στοιχείων του αστικού αγροκτήματος για την αύξηση της βιολογικής αποτελεσματικότητας και τη διατήρηση της παραγωγικής ικανότητας.
Το 1993, η κυβέρνηση της Κούβας παρουσίασε μια σημαντική αναδιοργάνωση της γεωργίας, την αναδιάρθρωση των κρατικών αγροκτημάτων ως ιδιωτικούς συνεταιρισμούς. Το νέο αυτό είδος αστικών και μη, αγροκτημάτων, (που απαρτίζουν σήμερα το μεγαλύτερο τομέα στη γεωργία της Κούβας) ονομάστηκαν Βασικές Μονάδες Συνεταιριστικής Παραγωγής (BΜΣΠ), βασιζόμενα σε μια αυξανόμενη αντίληψη ότι τα μικρότερα αγροκτήματα θα είναι πιο διαχειρίσιμα και πιο εύκολα στη χρησιμοποίηση πρακτικών αειφορικής γεωργίας. Το κράτος διατηρεί την ιδιοκτησία της γης, παραχωρώντας τη σε μακροπρόθεσμη βάση, αλλά χωρίς ενοίκιο. Ο συνεταιρισμός, όχι το κράτος, κατέχει την παραγωγή και τα κέρδη των μελών υπολογίζονται με βάση το μερίδιό τους από τα έσοδα του συνεταιρισμού. Οι ΒΜΣΠ διαθέτουν επίσης κτίρια και αγροτικό εξοπλισμό, που αγοράζονται από την κυβέρνηση σε τιμές έκπτωσης με μακροπρόθεσμα δάνεια με χαμηλό επιτόκιο (4%).
Πέραν των Βασικών Μονάδων Συνεταιριστικής Παραγωγής, η διάλυση των μεγάλων κρατικών γεωργικών αγροκτημάτων, απελευθέρωσε μεγάλα οικόπεδα για άλλη χρήση, και η γη δόθηκε προς εκμετάλλευση σε ιδιώτες μικρο-αγρότες και τους γεωργικούς συνεταιρισμούς. Οι αστικοί αγρότες δημιούργησαν ενα αστικό – γεωργικό θαύμα, στον τρόπο παραγωγής τροφίμων που σάρωσε την Κούβα στις αρχές του 1990 και συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Από το Santiago de Cuba στα ανατολικά μέχρι το Pinar del Rio στα δυτικά, χιλιάδες αστικοί κήποι και αγροκτήματα ανθίζουν. Περίπου 300.000 Κουβανοί (οι οποίοι προέρχονται από όλα τα κοινωνικά στρώματα: καλλιτέχνες, γιατροί, δάσκαλοι), βρίσκουν απασχόληση στη καλλιέργεια των δικών τους φρούτων και λαχανικών και στη πώληση του πλεονάσματός τους, στους γείτονές τους. Το «υβρίδιο» δημόσιου-ιδιωτικού τομέα φαίνεται να λειτουργεί καλά. Σε αντάλλαγμα για την παροχή της γης, η κυβέρνηση λαμβάνει ένα τμήμα του προϊόντος, συνήθως περίπου το ένα πέμπτο της συγκομιδής, για χρήση σε κρατικά κέντρα ημερήσιας φροντίδας, τα σχολεία και τα νοσοκομεία. Το υπόλοιπο πωλείται επιτόπου, μέσα στο αγρόκτημα. Πόσο απλό!
Παρά το γεγονός ότι η αστική γεωργία είναι εντελώς οργανική, η χώρα στο σύνολό της δεν είναι. Αλλά το ποσό των χημικών εισροών έχει μειωθεί δραστικά. Πριν από την κρίση το 1989, η Κούβα χρησιμοποιούσε στη γεωργία της, περισσότερο από 1 εκατ. τόνους συνθετικών λιπασμάτων ετησίως. Σήμερα, χρησιμοποιεί περίπου 90.000 τόνους. Κατά τη σοβιετική περίοδο, η Κούβα χρησιμοποιούσε περίπου 35.000 τόνους ζιζανιοκτόνων και παρασιτοκτόνων το χρόνο, ενώ σήμερα, κυμαίνεται στους 1.000 τόνους περίπου.
Όπως πολλές μικρές φτωχές χώρες, η Κούβα εξακολουθεί να εξαρτάται από την εξαγωγική γεωργία. Είναι μια σημαντική εξαγωγέας καπνού, ζάχαρης, καφέ και εσπεριδοειδών εξάγοντας σημαντικό ποσοστό των τριών τελευταίων, ως πιστοποιημένα βιολογικά προϊόντα. Οι ξένες επενδύσεις σε αυτές τις επιχειρήσεις βρίσκεται σε άνοδο, αλλά όταν πρόκειται για την αειφόρο γεωργία, η πιο εντυπωσιακή καινοτομία της Κούβας είναι το δίκτυο των αστικών αγροκτημάτων και των αστικών κήπων.
Τα Organoponicos
Σύμφωνα με το Υπουργείο Γεωργίας της Κούβας, περίπου 150.000 στρέμματα γης καλλιεργούνται σε αστικές και προαστιακές περιοχές, σε χιλιάδες κοινοτικά αγροκτήματα, που κυμαίνονται από μέτριες αυλές σπιτιών και μικρά αστικά κενά ανάμεσα στα σπίτια, έως εγκαταστάσεις παραγωγής που γεμίζουν ολόκληρα οικοδομικά τετράγωνα. ΤαOrganoponicos, όπως αποκαλούνται πια, αποτελούν δείγμα του πώς η τοπική κοινωνία με τη βοήθεια του κράτους μπορεί να οδηγήσει σε σαρωτικές αλλαγές, και πώς οι γείτονες μπορούν να συνεργήσουν και να παράγουν τη τροφή τους. Όταν ξέσπασε η κρίση των τροφίμων, τα organoponicos ήταν μια ad hoc αντίδραση από τις τοπικές κοινότητες, ώστε να αυξηθεί η ποσότητα (και η ποιότητα) της διαθέσιμης τροφής. Καθώς η δύναμη του αστικού αγροτικού κινήματος έγινε προφανής, η κουβανική κυβέρνηση παρενέβη και παρείχε ζωτικής σημασίας υποστήριξη, σε επίπεδο υποδομών, τεχνογνωσίας και δεξιοτήτων. Τα περισσότερα organoponicos είναι εγκατεστημένα σε εκτάσεις ακατάλληλες για καλλιέργεια, καθότι αστικές. Δημιουργούνται όμως με τη λογική των υπερυψωμένων παρτεριών (raised beds). Η φύτευση και το ξεβοτάνισμα γίνονται με το χέρι, όπως και η συγκομιδή. Η γονιμότητα του εδάφους διατηρείται με μεθόδους κομποστοποίησης και κοπριά από κοντινές αγροτικές και κτηνοτροφικές εκμεταλλεύσεις.
Η Αστική Γεωργία σε εθνικό επίπεδο μειώνει την εξάρτηση των αστικών πληθυσμών από την αγροτική παραγωγή. Εκτός από το σύστημα των organoponicos, υπάρχουν πάνω από 104.000 μικρά αγροτεμάχια, βεράντες και κήπους, πολύ μικρά αγροτεμάχια που καλύπτουν μια έκταση πάνω από 3.600 εκτάρια. Κάθε σπιθαμή εδάφους είναι υποψήφιο προς αγροτική εκμετάλλευση. Κάθε σπιθαμή εδάφους είναι εν δυνάμει, ένα ζωντανό κύτταρο στον κουβανικό τρόπο αστικής γεωργίας, η οποία αποτελεί ένα πεδίο μάθησης για όλους μας. Είναι απόδειξη, ότι η αστική γεωργία, χωρίς ορυκτά καύσιμα δεν είναι μόνο δυνατή αλλά και πολύ παραγωγική και προάγει την υγεία (σωματική, ψυχική αλλά και κοινωνική) με περισσότερους από έναν τρόπους.
πηγή
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου